- διετύπωσε
- διατυπόωformaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τζάουλ, Τζέιμς Πρέσκοτ — (Joule, Σάλφορντ 1818 – Σέιλ Τσέσαϊρ 1889). Άγγλος φυσικός. Γιος εργοστασιάρχη μπίρας έγινε ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση. Ασχολήθηκε με επιστημονικές έρευνες παίρνοντας μερικά μαθήματα από τον Ντάλτον και συνέχισε… … Dictionary of Greek
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
ώσμωση — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν, με τη βοήθεια μιας ειδικής μεμβράνης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από ένα πυκνότερο. Το φαινόμενο συνίσταται στη διέλευση του διαλύτη από τη μεμβράνη κατά… … Dictionary of Greek
μεσόνια — Θεμελιώδη ασταθή σωμάτια, αποτελούμενα από μάζα ενδιάμεση μεταξύ ηλεκτρονίων (που ονομάζονται γενικά λεπτόνια ή ελαφρά σωμάτια) και πρωτονίων (βαριόνια ή βαρέα σωμάτια). Πριν από λίγα χρόνια ήταν γνωστοί δύο τύποι μ.: το π (ή πιόνιο) και το κ (ή… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Πιζάνι — (Pisani). Αριστοκρατική βενετσιάνικη οικογένεια αβέβαιης καταγωγής –ίσως από την Πίζα–, πολλά μέλη της οποίας ανήλθαν σε υψηλότατα αξιώματα (εκκλησιαστικά, διπλωματικά, στρατιωτικά κ.ά.). Σπουδαιότεροι ήταν οι εξής: 1. Αλβίζε, (1663 – 1741).… … Dictionary of Greek
Τεν, Ιπολίτ Αντόλφ — (Taine, Βουζιέ, Αρδένες 1828 – Παρίσι 1893). Γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, επέστρεψε για λίγο στην επαρχία ως καθηγητής γυμνασίου και από το 1864 δίδαξε αισθητική και ιστορία της τέχνης στη Σχολή Καλών … Dictionary of Greek
Χουκ, Ρόμπερτ — (Hooke, Νήσος του Ουάιτ 1635 – Λονδίνο 1703). Άγγλος επιστήμονας. Σπούδασε στην Οξφόρδη όπου έγινε βοηθός του Μπόιλ. Εργάστηκε ως ερευνητής στη Βασιλική Εταιρεία και ονομάστηκε γραμματέας της. Τέλος, του ανέθεσαν την έδρα της γεωμετρίας στο… … Dictionary of Greek